- συγκατατίθεματ
- (αόρ. συγκατετέθην) αμετ. соглашаться, давать своё согласие; разрешать;
συγκατατίθεματ εις τον γάμον — соглашаться на брак
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συγκατατίθεματ εις τον γάμον — соглашаться на брак
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.